ξομπλιαστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξομπλιαστός < ξομπλιάζ(ω) + -τός
Επίθετο[επεξεργασία]
ξομπλιαστός, -ή, -ό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ξόμπλι