ξορκίστρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξορκίστρα οι ξορκίστρες
      γενική της ξορκίστρας
    αιτιατική την ξορκίστρα τις ξορκίστρες
     κλητική ξορκίστρα ξορκίστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξορκίστρα < ξορκιστής + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξορκίστρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]