ξου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξου (επιφώνημα) < (ηχομιμητική λέξη)
- ξου (ουσιαστικό) < ξ
Επιφώνημα[επεξεργασία]
ξου
- χρησιμοποιείται (συνήθως διπλό) για να διώξουμε κάποιον, άνθρωπο (αγενές) ή ζώο
- Φύγε από δω! Ξου ξου!
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξου ουδέτερο άκλιτο