ξούρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξούρος | οι | ξούροι |
γενική | του | ξούρου | των | ξούρων |
αιτιατική | τον | ξούρο | τους | ξούρους |
κλητική | ξούρε | ξούροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξούρος αρσενικό
- (ιδιωματικό) ψυχρός άνεμος, που «ξυρίζει» / «ξουρίζει»
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξούρος
|