ξυλάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξυλάκι | τα | ξυλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ξυλάκι | τα | ξυλάκια |
κλητική | ξυλάκι | ξυλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξυλάκι < ξύλο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυλάκι ουδέτερο
- (σπάνιο) υποκοριστικό του: ξύλο
- (γενικότερα) αντικείμενο από μικρό κομμάτι ξύλο, μακρόστενο, για διάφορες χρήσεις όπως:
- για σουβλάκι
- για βιομηχανοποιημένο τύπου παγωτό που έχει στην άκρη ένα ξυλάκι όπως το γλυφειτζούρι
- (συνεκδοχικά) το παγωτό ξυλάκι
- για κατανάλωση τροφών αντί για πιρούνι και μαχαίρι (αυτό απαιτεί δύο ξυλάκια)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)