ξυλάρμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ksiˈlaɾ.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐λάρ‐με‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
ξυλάρμενος, -η, -ο, (συνήθως, ουδέτερο)
- (ναυτικός όρος) αυτός που πλέει στη θάλασσα με μαζεμένα τα πανιά
- (συνεκδοχικά) το ακινητοποιημένο ιστιοφόρο, ή οποιοδήποτε πλοίο ή σκάφος, στη θάλασσα (εκτός αγκυροβολημένου ή προσδεμένου κάπου)
- (για πλοίο ή σκάφος) ακυβέρνητο
- (συνεκδοχικά) εγκαταλειμμένος από υποστήριξη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναυτικός όρος: σκάφος με κατεβασμένα πανιά
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ξυλάρμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας