ξυλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξυλιάζω < ξύλ(ο) + -ιάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksiˈʎa.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

ξυλιάζω, αόρ.: ξύλιασα, μτχ.π.π.: ξυλιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ξύλο

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]