ξυλουργική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ξυλουργική
      γενική της ξυλουργικής
    αιτιατική την ξυλουργική
     κλητική ξυλουργική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξυλουργική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ξυλουργικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξυλουργική θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ξυλουργική

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]