ξυλόλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξυλόλιο | τα | ξυλόλια |
γενική | του | ξυλόλιου & ξυλολίου |
των | ξυλόλιων & ξυλολίων |
αιτιατική | το | ξυλόλιο | τα | ξυλόλια |
κλητική | ξυλόλιο | ξυλόλια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξυλόλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: xylol < αρχαία ελληνική ξύλον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυλόλιο ουδέτερο
- (χημεία) άλλη μορφή του ξυλένιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ξύλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξυλόλιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)