ξυλόστρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξυλόστρωση | οι | ξυλοστρώσεις |
γενική | της | ξυλόστρωσης* | των | ξυλοστρώσεων |
αιτιατική | την | ξυλόστρωση | τις | ξυλοστρώσεις |
κλητική | ξυλόστρωση | ξυλοστρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ξυλοστρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυλόστρωση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξυλόστρωση
|