ξυριστική μηχανή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξυριστική μηχανή < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ξυριστική μηχανή θηλυκό
- εργαλείο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα και αποτελείται από μία λαβή και μία θέση στην οποία τοποθετούμε και στερεώνουμε ένα ξυραφάκι
- η ηλεκτρική ξυριστική μηχανή
- τυποποιημένη πλαστική ξυριστική μηχανή περιορισμένων χρήσεων με ενσωματωμένο ξυραφάκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξυριστική μηχανή
|