ξυστρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξυστρίζω < ξυστρί + -ίζω < (ελληνιστική κοινήξυστρίον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική ξύστρον

Ρήμα[επεξεργασία]

ξυστρίζω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]