ξυστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξυστός η ξυστή το ξυστό
      γενική του ξυστού της ξυστής του ξυστού
    αιτιατική τον ξυστό την ξυστή το ξυστό
     κλητική ξυστέ ξυστή ξυστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξυστοί οι ξυστές τα ξυστά
      γενική των ξυστών των ξυστών των ξυστών
    αιτιατική τους ξυστούς τις ξυστές τα ξυστά
     κλητική ξυστοί ξυστές ξυστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξυστός < ξύνω < αρχαία ελληνική ξύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksiˈstos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ksiˈsti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ksiˈsto/ ουδέτερο

Επίθετο[επεξεργασία]

ξυστός, -ή, -ό :

  1. που μπορεί ή πρέπει να ξυθεί ή που είναι ήδη ξυσμένος ή λειασμένος
    ξυστή κάρτα στάθμευσης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξυστός αρσενικό

  1. το κάτω μέρος της καραμπίνας το οποίο λέγεται και πάπια
    σημάδευε με το δεξί χέρι στη σκανδάλη και με το αριστερό στον ξύλινο ξυστό
  2. ονομασία του Πάπα Ξυστού (γυαλισμένου τρόπον τινά) που έγινε με παραφθορά Σίξτος Β΄
  3. αρχαία ελληνική: το τμήμα των γυμναστηρίων που ήταν στεγασμένο και είχε λειασμένο δάπεδο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]