ξωμερίτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξωμερίτισσα οι ξωμερίτισσες
      γενική της ξωμερίτισσας
    αιτιατική την ξωμερίτισσα τις ξωμερίτισσες
     κλητική ξωμερίτισσα ξωμερίτισσες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξωμερίτισσα < ξωμερίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξωμερίτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξωμερίτης