ξωτάρηδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ξωτάρηδες

  1. ξωτάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. ξωτάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. ξωτάρης, στην κλητική του πληθυντικού