ξύλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξύλωση | οι | ξυλώσεις |
γενική | της | ξύλωσης* | των | ξυλώσεων |
αιτιατική | την | ξύλωση | τις | ξυλώσεις |
κλητική | ξύλωση | ξυλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ξυλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξύλωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ξύλωσις < ξυλῶ (ξυλόω) < ξύλον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξύλωση θηλυκό
- (αρχιτεκτονική, ναυπηγικός όρος) ο ξύλινος σκελετός ενός οικοδομήματος ή (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε άλλη κατασκευή από ξύλο (σε οικοδομή, πλεούμενο κ.λπ.)
- ※ Παρῆλθον δέκα λεπτὰ τῆς ὥρας, καὶ γενναῖον πετροβόλημα ἤρχισε νὰ δέρνῃ τὴν στέγην, τὰς ξυλώσεις, καὶ τὰς δοκοὺς τοῦ ἀφατνώτου πατώματος τῆς ἐρήμου οἰκίας. Πολλοὶ λίθοι, μὲ ὑπόκωφον δοῦπον, διερχόμενοι διὰ τῶν δοκῶν, καὶ ἄλλοι διὰ τῆς θύρας ἔπιπτον εἰς τὸ ἔδαφος τοῦ ἰσογείου. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της κοκόνας το σπίτι)
- ≈ συνώνυμα: ξυλωσιά
- ξύλινη επένδυση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ξύλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξύλωση
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ξύλωσις - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)