ξύνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξύνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξύνω
Ρήμα
[επεξεργασία]ξύνομαι, πρτ.: ξυνόμουν, στ.μέλλ.: θα ξυστώ & ξυθώ, αόρ.: ξύστηκα & ξύθηκα, μτχ.π.π.: ξυσμένος/ξυμένος, (ενεργ.: ξύνω)
- τρίβω με τα νύχια μου το δέρμα εκεί που αισθάνομαι φαγούρα
- (μεταφορικά) είμαι αργόσχολος και δεν κάνω τίποτε ουσιαστικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- άμα δεν έχεις νύχια να ξυθείς...: πρέπει να τα βγάζεις πέρα μόνος, γιατί κανείς δεν θα σε ξύσει
Κλίση
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ξύνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξύνομαι