ξύρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξύρισμα < μεσαιωνική ελληνική ξύρισμα< ξυρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξύρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια που κάνουμε όταν ξυριζόμαστε
- το κόντρα ξύρισμα για μερικούς είναι πολύ επίπονο
- πήρα μια μηχανή ξυρίσματος με μπαταρία