ξύχορτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Τεκμηρίωση όλων των ικαριώτικων. sarri.greek (συζήτηση) 19:57, 8 Νοεμβρίου 2019 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξύχορτο τα ξύχορτα
      γενική του ξύχορτου των ξύχορτων
    αιτιατική το ξύχορτο τα ξύχορτα
     κλητική ξύχορτο ξύχορτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξύχορτο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξύχορτο ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό ξύχορτα)

  • (ικαριώτικα) μικρά χορταράκια που φυτρώνουν μέσα στα χωράφια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]