ξώπετσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ξώπετσα
- στην επιδερμίδα
- (μεταφορικά) επιπόλαια, επιφανειακά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- παίρνω κάτι ξώπετσα: δεν πηγαίνω στο βάθος των πραγμάτων, μένω στην επιφάνειά τους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στην επιδερμίδα
- επιφανειακά (βλέπε λέξη)