ξώπετσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξώπετσα < ξω- + πέτσα

Επίρρημα[επεξεργασία]

ξώπετσα

 συνώνυμα: ξώδερμα, ξώσαρκα
ζει ξώπετσα από τις χαρές και τις λύπες της ζωής
 αντώνυμα: κατάκαρδα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • παίρνω κάτι ξώπετσα: δεν πηγαίνω στο βάθος των πραγμάτων, μένω στην επιφάνειά τους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

επιφανειακά (βλέπε λέξη)