οίκοθεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
οίκοθεν (αρχαιοπρεπές)
- που έρχεται από το σπίτι
- αυτεπάγγελτα
- ↪ Επιλαμβάνεται οίκοθεν, ή με εντολή, όλων των θεμάτων της αρμοδιότητάς του.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- οίκοθεν νοείται: εξυπακούεται, εννοείται, χωρίς να ειπωθεί, είναι αυτονόητο
- ευθύς οίκοθεν: εξ απαλών ονύχων, από μικρή/παιδική ηλικία, παιδιόθεν