οίκοθεν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

οίκοθεν (αρχαιοπρεπές)

  1. που έρχεται από το σπίτι
  2. αυτεπάγγελτα
    Επιλαμβάνεται οίκοθεν, ή με εντολή, όλων των θεμάτων της αρμοδιότητάς του.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]