οίκοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχαία λέξη (οἴκοι)
Επίρρημα[επεξεργασία]
οίκοι (άκλιτο)
- εν τω οίκω (δοτική), που συμβαίνει στο σπίτι
- Προτιμάται η οίκοι νοσηλεία παρά η νοσηλεία στο νοσοκομείο.
- Έλαβε 2 ημέρες οίκοι νοσηλεία από τον γιατρό.
- Του αποδόθηκαν οι οίκοι τιμές.
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
- το ουσιαστικό οίκος στον πληθυντικό (ονομαστική και κλητική)