οίκοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

οίκοι (άκλιτο)

  • εν τω οίκω (δοτική), που συμβαίνει στο σπίτι
Προτιμάται η οίκοι νοσηλεία παρά η νοσηλεία στο νοσοκομείο.
Έλαβε 2 ημέρες οίκοι νοσηλεία από τον γιατρό.
Του αποδόθηκαν οι οίκοι τιμές.

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]