οίκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οίκος | οι | οίκοι |
γενική | του | οίκου | των | οίκων |
αιτιατική | τον | οίκο | τους | οίκους |
κλητική | οίκε | οίκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οίκος < αρχαία ελληνική οἶκος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οίκος αρσενικό
- το σπίτι, η κατοικία
- η παράδοση των εμπορευμάτων κατ'οίκον
- η οικογένεια με παράδοση ή δυναστεία
- η εμπορική επιχείρηση
- το κοινωφελές ίδρυμα
- ένα από τα 12 τμήματα στα οποία χωρίζουν οι αστρολόγοι το γενέθλιο χάρτη ενός ατόμου
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τα εν οίκω, μη εν δήμω (δε βγάζουμε τα οικογενειακά μας στη φόρα)
[επεξεργασία]
που λήγουν σε -οικος |
επίσης |