οβελιαίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οβελιαίος η οβελιαία το οβελιαίο
      γενική του οβελιαίου της οβελιαίας του οβελιαίου
    αιτιατική τον οβελιαίο την οβελιαία το οβελιαίο
     κλητική οβελιαίε οβελιαία οβελιαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οβελιαίοι οι οβελιαίες τα οβελιαία
      γενική των οβελιαίων των οβελιαίων των οβελιαίων
    αιτιατική τους οβελιαίους τις οβελιαίες τα οβελιαία
     κλητική οβελιαίοι οβελιαίες οβελιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οβελιαίος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

οβελιαίος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]