οβελιαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οβελιαίος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
οβελιαίος
- που έχει σχήμα οβελού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οβελιαίος
|