οβολός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οβολός | οι | οβολοί |
γενική | του | οβολού | των | οβολών |
αιτιατική | τον | οβολό | τους | οβολούς |
κλητική | οβολέ | οβολοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οβολός < αρχαία ελληνική ὀβολός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οβολός αρσενικό
- (οικονομία) αρχαίο νόμισμα αξίας ίσης με το ένα έκτο της Αττικής δραχμής
- μονάδα βάρους στην Αρχαία Αθήνα
- (γενικότερα) νόμισμα μικρής αξίας
- (μεταφορικά) χρηματική συνεισφορά για φιλανθρωπικό ή άλλο σκοπό