ογκομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ογκομετρικός < ογκομετρ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ογκομετρικός, -ή, -ό
- (γεωμετρία, φυσική, τεχνολογία) σχετικός με τη μέτρηση όγκων, την ογκομετρική / ογκομετρία
- ↪ ογκομετρικός σωλήνας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ογκομετρικός