ογκούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ογκούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀγκοῦμαι, συνηρημένος τύπος του ὀγκόομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
ογκούμαι (αποθετικό ρήμα) συνήθως στο τρίτο πρόσωπο
- (λόγιο) συνώνυμο του ογκώνομαι: αποκτώ μεγαλύτερο όγκο, αυξάνομαι
- ↪ ογκούται το κίνημα της λαϊκής διαμαρτυρίας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- διαφορετικό το ογκώμαι: αρχαία ελληνική ὀγκῶμαι (γκαρίζω)
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ογκούμαι
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)