ογκώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ογκώνω < αρχαία ελληνική ὀγκόω / ὀγκῶ < ὄγκος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oŋˈɡo.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

ογκώνω (παθητική φωνή: ογκώνομαι)

  1. δίνω όγκο, διογκώνω
  2. (κατ’ επέκταση) αυξάνω
  3. (σπάνιο) άλλη μορφή του γκώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]