οδεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
οδεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οδεύω
- θα οδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οδεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
οδεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του όδευση