οδεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οδεύω < αρχαία ελληνική ὁδεύω

οδεύω

  1. προχωρώ σε ένα δρόμο και κατευθύνομαι προς ένα προορισμό
  2. (μεταφορικά)
    η χώρα οδεύει προς την καταστροφή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]