οδικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐δι‐κώς
- ομόηχο: οδικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
οδικώς
- (τροπικό επίρρημα) με όχημα από την ξηρά, με τη χρήση των δρόμων, του οδικού δικτύου
- ↪ τελικά θα έλθει οδικώς από τη Θεσσαλονίκη, διότι δεν βρήκε θέση στο τραίνο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη οδός