οδογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οδογράφος αρσενικό
- όργανο που καταγράφει τις αποστάσεις που διανύονται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οδογράφος
|