οδοντίατρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | οδοντίατρος | οι | οδοντίατροι |
γενική | του/της του |
οδοντιάτρου οδοντίατρου |
των | οδοντιάτρων |
αιτιατική | τον/την | οδοντίατρο | τους/τις τους |
οδοντιάτρους οδοντίατρους |
κλητική | οδοντίατρε | οδοντίατροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.ðonˈdi.a.tɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐δο‐ντί‐α‐τρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οδοντίατρος αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- οδοντιατρείο
- οδοντιατρική
- οδοντιατρικός
- → και δείτε τη λέξη δόντι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οδοντίατρος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ οδοντίατρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κάτοικος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα οδοντ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίατρος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)