οδοντιατρική
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οδοντιατρική θηλυκό
- επιστήμη που ασχολείται με την μελέτη και την φροντίδα των δοντιών και την αντιμετώπιση παθήσεών τους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οδοντιατρική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]οδοντιατρική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του οδοντιατρικός