Μετάβαση στο περιεχόμενο

οδοντικός

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οδοντικός η οδοντική το οδοντικό
      γενική του οδοντικού της οδοντικής του οδοντικού
    αιτιατική τον οδοντικό την οδοντική το οδοντικό
     κλητική οδοντικέ οδοντική οδοντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οδοντικοί οι οδοντικές τα οδοντικά
      γενική των οδοντικών των οδοντικών των οδοντικών
    αιτιατική τους οδοντικούς τις οδοντικές τα οδοντικά
     κλητική οδοντικοί οδοντικές οδοντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οδοντικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀδοντικός[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.ðon.diˈkos/

Επίθετο

[επεξεργασία]

οδοντικός

  1. που ανήκει ή αναφέρεται στα δόντια
    παράδειγμα  οδοντικό νήμα
  2. (γλωσσολογία) το σύμφωνο που παράγεται με την επαφή της γλώσσας πάνω στα δόντια
      Η Μέλπω μίλαγε με αδύναμα τα σύμφωνα και με ανύπαρκτα τα οδοντικά του, δου, θου - πώς να προφέρεις άλλωστε τα οδοντικά χωρίς δόντια. Είχε χάσει μου έλεγε, πριν από χρόνια τη μασέλα της σε συνθήκες που δε θέλω να σας περιγράψω, γιατί θα σας στενοχωρήσω. (Στέλιος Μάινας, Τα φαινόμενα απατούν, εκδ. Καστανιώτη, 2010)
    παράδειγμα  τα οδοντικά σύμφωνα αποβάλλονται πριν το σίγμα
    παράδειγμα  τα οδοντικά σύμφωνα είναι τα τ, δ, θ και ντ


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]