οδοντικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οδοντικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀδοντικός[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.ðon.diˈkos/
Επίθετο
[επεξεργασία]οδοντικός
- που ανήκει ή αναφέρεται στα δόντια
οδοντικό νήμα
- (γλωσσολογία) το σύμφωνο που παράγεται με την επαφή της γλώσσας πάνω στα δόντια
- ※ Η Μέλπω μίλαγε με αδύναμα τα σύμφωνα και με ανύπαρκτα τα οδοντικά του, δου, θου - πώς να προφέρεις άλλωστε τα οδοντικά χωρίς δόντια. Είχε χάσει μου έλεγε, πριν από χρόνια τη μασέλα της σε συνθήκες που δε θέλω να σας περιγράψω, γιατί θα σας στενοχωρήσω. (Στέλιος Μάινας, Τα φαινόμενα απατούν, εκδ. Καστανιώτη, 2010)
τα οδοντικά σύμφωνα αποβάλλονται πριν το σίγμα
τα οδοντικά σύμφωνα είναι τα τ, δ, θ και ντ
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναφερόμενος στα δόντια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ οδοντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)