οδοντογένεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οδοντογένεση | οι | οδοντογενέσεις |
γενική | της | οδοντογένεσης* | των | οδοντογενέσεων |
αιτιατική | την | οδοντογένεση | τις | οδοντογενέσεις |
κλητική | οδοντογένεση | οδοντογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οδοντογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οδοντογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική odontogenesis < αρχαία ελληνική οδούς + γένεσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οδοντογένεση θηλυκό
- (βιολογία, ιατρική) η πρώτη διάπλαση των οδοντικών θηλών του εμβρύου, που καταλήγει στον σχηματισμό των δοντιών
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οδοντογένεση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)