οδοντογλυφίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδοντογλυφίδα οι οδοντογλυφίδες
      γενική της οδοντογλυφίδας των οδοντογλυφίδων
    αιτιατική την οδοντογλυφίδα τις οδοντογλυφίδες
     κλητική οδοντογλυφίδα οδοντογλυφίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οδοντογλυφίδα < οδοντο- + γλυφίδα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.ðon.do.ɣliˈfi.ða/
μια οδοντογλυφίδα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οδοντογλυφίδα θηλυκό

  • λεπτό και μυτερό στις άκρες ξύλο που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό των δοντιών μετά το φαγητό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]