οδοντοπρόφερτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οδοντοπρόφερτος η οδοντοπρόφερτη το οδοντοπρόφερτο
      γενική του οδοντοπρόφερτου της οδοντοπρόφερτης του οδοντοπρόφερτου
    αιτιατική τον οδοντοπρόφερτο την οδοντοπρόφερτη το οδοντοπρόφερτο
     κλητική οδοντοπρόφερτε οδοντοπρόφερτη οδοντοπρόφερτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οδοντοπρόφερτοι οι οδοντοπρόφερτες τα οδοντοπρόφερτα
      γενική των οδοντοπρόφερτων των οδοντοπρόφερτων των οδοντοπρόφερτων
    αιτιατική τους οδοντοπρόφερτους τις οδοντοπρόφερτες τα οδοντοπρόφερτα
     κλητική οδοντοπρόφερτοι οδοντοπρόφερτες οδοντοπρόφερτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οδοντοπρόφερτος < οδοντ- + -ο- + προφέρω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

οδοντοπρόφερτος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]