οδοντοπρόφερτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]οδοντοπρόφερτος, -η, -ο
- που προφέρεται περισσότερο με τη συνδρομή των δοντιών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οδοντοπρόφερτος
|