οδοντο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οδοντο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀδοντο- < θέμα ὀδοντ- του ὀδούς + ένθημα -ο-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ðon.do/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐δο‐ντο-

Πρόθημα[επεξεργασία]

οδοντο-, οδοντό- & οδοντ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα[επεξεργασία]

μορφές και σύνθετα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]