Μετάβαση στο περιεχόμενο

οδοντόγναθο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οδοντόγναθο τα οδοντόγναθα
      γενική του οδοντόγναθου των οδοντόγναθων
    αιτιατική το οδοντόγναθο τα οδοντόγναθα
     κλητική οδοντόγναθο οδοντόγναθα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οδοντόγναθο < οδοντό- + γνάθ(ος) + -ο, ενικός του Οδοντόγναθα < (μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική Odonata)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οδοντόγναθο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]