οδοντόκρεμας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
οδοντόκρεμας
- οδοντόκρεμα, στη γενική του ενικού