οδοστρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οδοστρώνω< οδός + στρώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

οδοστρώνω

Κλίση[επεξεργασία]