οδόφραγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οδόφραγμα τα οδοφράγματα
      γενική του οδοφράγματος των οδοφραγμάτων
    αιτιατική το οδόφραγμα τα οδοφράγματα
     κλητική οδόφραγμα οδοφράγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οδόφραγμα < οδός + φράγμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οδόφραγμα ουδέτερο

  1. πρόχειρη κατασκευή από οποιοδήποτε υλικό είναι διαθέσιμο που φράζει ένα δρόμο και χρησιμεύει ως οχύρωμα κατά τη διάρκεια εξεγέρσεων
  2. φυλάκιο με μπάρες που απαγορεύει την ελεύθερη διάβαση ενός δρόμου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]