οζονιστήρας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οζονιστήρας < όζον + -ιστήρας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ozoniser
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οζονιστήρας αρσενικό
- (τεχνολογία) (νεολογισμός) μηχάνημα που παράγει όζον
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη όζον
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)