Μετάβαση στο περιεχόμενο

οθωμανικός

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οθωμανικός η οθωμανική το οθωμανικό
      γενική του οθωμανικού της οθωμανικής του οθωμανικού
    αιτιατική τον οθωμανικό την οθωμανική το οθωμανικό
     κλητική οθωμανικέ οθωμανική οθωμανικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οθωμανικοί οι οθωμανικές τα οθωμανικά
      γενική των οθωμανικών των οθωμανικών των οθωμανικών
    αιτιατική τους οθωμανικούς τις οθωμανικές τα οθωμανικά
     κλητική οθωμανικοί οθωμανικές οθωμανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οθωμανικός < Οθωμανός

Επίθετο

[επεξεργασία]

οθωμανικός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται ή ανήκει στους Οθωμανούς
      Αυτό βέβαια δεν είναι παρά οριενταλισμός. Το ότι οι Έλληνες βρίσκονται κι αυτοί στην πάλαι ποτέ Εγγύς Ανατολή, δεν τους εμποδίζει να κάνουν εξωτισμό προς την Αίγυπτο—έστω κι αν οι Έλληνες στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουν πολλά-πολλά για την Αίγυπτο, και καταλήγουν να αντλούν από το κοινό τους οθωμανικό παρελθόν, για να πουν το παραμικρό γι’ αυτήν. (Ο Καζαντζίδης χώνει στον στίχο του τραγουδιού τις τουρκικές λέξεις με τη σέσουλα.) Ήταν της μόδας τέτοιος εξωτισμός στις δεκαετίες του 50 και του 60. (Τι θα πει «γιαλελέλι»; (Μια συνεργασία του Νίκου Νικολάου), sarantakos.wordpress.com, 30/4/2025 )

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]