οθόνη
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | οθόνη | οθόνες |
γενική | οθόνης | οθονών |
αιτιατική | οθόνη | οθόνες |
κλητική | οθόνη | οθόνες |
συνήθης γενική πληθυντικού: των οθόνων
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οθόνη < αρχαία ελληνική ὀθόνη
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οθόνη θηλυκό
- λευκή επιφάνεια από πανί, πλαστικό ή άλλο υλικό, κατάλληλη για να προβληθούν πάνω της από ειδική συσκευή εικόνες ή κινηματογραφικές ταινίες
- η επιφάνεια μιας συσκευής (π.χ. τηλεόρασης, μόνιτορ υπολογιστή) που αναπαράγει εικόνες
- (συνεκδοχικά) το μόνιτορ
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- η μικρή οθόνη: η τηλεόραση
- η μεγάλη οθόνη: ο κινηματογράφος