οικογένεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οικογένεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἰκογεν(ής) (εννοείται δούλος) + -εια, μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική famiglia (φαμίλια) [1]
- ή [2] (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰκογένεια (ιδιότητα δούλου) < αρχαία ελληνική οἰκογενής
- για σύνολο με παρόμοια χαρακτηριστικά < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική famille
- η ταξινομική βαθμίδα < σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική familia
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.koˈʝe.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κο‐γέ‐νει‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οικογένεια θηλυκό
- (οικογένεια) σύνολο προσώπων, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολύ στενό συγγενικό δεσμό (πατέρας, μητέρα και παιδιά)
- (κατ' επέκταση) σύνολο προσώπων, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με συγγενικούς δεσμούς
- ↪ στους γάμους μαζευόμαστε όλη η οικογένεια
- (μεταφορικά) σύνολο μελών που έχουν πολύ στενή σχέση ή παρόμοια χαρακτηριστικά
- πληροφορική τυπογραφία) σύνολο γραμματοσειρών που έχουν κοινά χαρακτηριστικά (συνήθως οι διάφορες εκδοχές της γραμματοσειράς σε πλάγια, έντονα κλπ.)
- (ταξινομία) ταξινομική βαθμίδα κατώτερη από την τάξη και ανώτερη από το γένος
- → δείτε και τους όρους υπεροικογένεια και υποοικογένεια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- από οικογένεια: χρησιμοποιείται για να δείξει ευγενική καταγωγή (ή, ειρωνικά, για το ακριβώς αντίθετο)
- δημιουργώ ή κάνω ή φτιάχνω οικογένεια: νυμφεύομαι (ή παντρεύομαι) συνήθως με σκοπό να κάνω και παιδιά
- οικογένεια Χωραφά: (συνήθως ως αστεϊσμό για) οικογένεια με πολλά μέλη
- συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες
[επεξεργασία]
- ενδοοικογενειακά & -ώς (επίρρημα)
- ενδοοικογενειακός
- εξωοικογενειακά & -ώς (επίρρημα)
- εξωοικογενειακός
- εσωοικογενειακά & -ώς (επίρρημα)
- εσωοικογενειακός
- μικροοικογενειάρχης
- νεοοικογενειάρχης
- οικογενής
- οικογενειακά (επίρρημα)
- οικογενειακός
- οικογενειακώς (επίρρημα)
- οικογενειοκρατία
- οικογενειάρχης (αρσενικό ή θηλυκό)
- παλιοοικογένεια
- συνοικογενειακός
- υποοικογένεια
- φτωχοοικογένεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οικογένεια
|
[επεξεργασία]
- ↑ οικογένεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' και με λόγια γενική ενικού -ας (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικογένεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Ταξινομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)