οικογενειακώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
οικογενειακώς
- (λόγιο) ως οικογένεια (για κάτι που αφορά σε όλα τα μέλη μιας οικογένειας)
- μετακόμισαν οικογενειακώς στην Αθήνα