οικοδομοτεχνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
οικοδομοτεχνικός
- (λόγιο) που έχει σχέση με την οικοδομική και την τεχνική ή αναφέρεται σ’ αυτές
- (ουσιαστικοποιημένο) οικοδομοτεχνικά: τα σχετικά επαγγέλματα
Πηγές[επεξεργασία]
- οικοδομοτεχνικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οικοδομοτεχνικός
|