Μετάβαση στο περιεχόμενο

οικοδομώ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οικοδομώ < αρχαία ελληνική οἰκοδομέω / οἰκοδομῶ < οἶκος + δομέω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.ko.ðoˈmo/

οικοδομώ

  1. χτίζω ένα οικοδόμημα, ένα κτίσμα
  2. (μεταφορικά) αναπτύσσω μια σχέση, μια άποψη κ.λπ.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]